- βεβαιώσεως
- βεβαιώσεω̆ς , βεβαίωσιςconfirmationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφαρπαγή — η / ὑφαρπαγή, ΝΑ [ὑφαρπάζω] επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτηση («υφαρπαγή τής ψήφου») 2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως» (νομ.) αδίκημα που συνίσταται… … Dictionary of Greek
EMERE — olim auferre, unde eximere; et interimere, q saepius eximere Solin. c. 16. Controversum laeta sunt fuera, adeo utexemptos Gaudiis prosequantur. Et Arnob. adv. Gentes l. 1. Interempto revocavit ad vitam. Ubi non occisos sed simpliciter e medio… … Hofmann J. Lexicon universale
VENDENDI liberos jus — Parentibus concessum ex Romuli lege, cum iure vitae et necis, ac potestate δεσποτικῇ cousque se extendebat, ut ter vendere licitum fuerit filium, semel filiam et coeteros liberos, antequam emanciparentur. Unde et in LL. XII. Tabular. cautum… … Hofmann J. Lexicon universale
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… … Dictionary of Greek